Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Καυκάσια Αλβανία



Καυκάσια Αλβανία

Η περιοχή αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη σύγχρονη Αλβανία στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη.
Η περιοχή (χαρακτηρίζεται/ανευρίσκεται) ως βασίλειο, Το Βασσαλικό Βασίλειο και Σατραπεία κατά την εποχή της Αυτοκρατορίας των Πάρθων και Σασσανιδών μεταξύ 4ου αιώνα π.Χ. και 8ου αιώνα μ.Χ.
 (Τοποθετείται στα) σύνορα με το βασίλειο των Αρσακιδών, η Καυκάσια Αλβανία (τέλη του 4ου αιώνα) στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών με πρωτεύουσα το Καμπαλάκ, Παρτάβ.
 (Ομιλούσες) Γλώσσες η Καυκάσια αλβανική, η αρμένικη, η γλώσσα των Πάρθων, η μέση περσική (γλώσσα της περσικής ενδοχώρας),ενώ μεταξύ των θρησκειών επικράτησε ο παγανισμός, η χριστιανική θρησκεία και ο ζωροαστρισμός.

Πολιτική δομή: Βασίλειο Βασσάλων και Σατραπεία κατά τις αυτοκρατορίες των Πάρθων και των Σασσανιδών

Ιστορική εποχή: Αρχαιότητα
-Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και διαλύθηκε τον 8ο αιώνα.
Αποτελεί τμήμα του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, στη Ρωσία

Αλβανία (Λατινικά: Albania, Ελληνικά: Αλβανία, στα παλαιά Αρμένικα: Aguank, στη γλώσσα των Πάρθων: Ardhan, στα περσικά: Arran, συνήθως αναφερόταν ως Καυκάσια Αλβανία ώστε να γίνεται η διάκρισή της από το μοντέρνο/νέο αλβανικό κράτος. Το όνομα της χώρας από τους ιθαγενείς παραμένει άγνωστο, παραμένει ένα όνομα που προσδιορίζει την ιστορική περιοχή του ανατολικού Καυκάσου, τη σημερινή περιοχή της δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν (όπου βρίσκονταν εγκατεστημένες και οι δύο της πρωτεύουσες) και εν μέρει το νότιο Ντατζεστάν.

 (Ακολουθούν τα εξής περιεχόμενα)

1.Ονόματα
2.Γεωγραφία
3.Εθνογένεση
3.1Αλφάβητο και γλώσσες
3.1.1 Καυκάσια Αλβανική γλώσσα
3.1.2 Ιρανικές γλώσσες
3.2 Θρησκεία
4. Ιστορία
4.1 Μέση εποχή και εποχή των Αχαιμενιδών
4.2 Ελληνιστική εποχή
4.3 Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
4.4 Περίοδος των Πάρθων
4.5 Περίοδος των Σασσανιδών
4.6 Επίδραση της πολιτικής των Αρμενίων, κουλτούρα και πολιτισμός
4.7 Εκχριστιανισμός
4.8 Ισλαμική εποχή
5. Η Καυκάσια Αλβανία στην ιστοριογραφία του Αζερμπαϊτζάν

6. (Δες ακόμα)

7. Σημειώσεις
8. Βιβλιογραφία
9. Εξωτερικούς συνδέσμους

NamesΟνομασίες

Το όνομα που έδωσαν οι Πάρθοι ήταν Ardhan, (Arran στα περσικά), το αραβικό δε όνομα ήταν ar-Ran. Το όνομα της χώρας στη γλώσσα των ιθαγενών κατοίκων, των Καυκάσιων Αλβανών, δεν είναι γνωστό.
Αghuank είναι το όνομα που έδωσαν οι Αρμένιοι στη χώρα της Καυκάσιας Αλβανίας. Αρμένιοι συγγραφείς αναφέρουν ότι το όνομα προέκυψε από τη λέξη “Aghu” που στα αρμένικα σημαίνει «συμπαθής» (αγαπητός). Ο όρος Aghuank είναι πολύσημος και επίσης χρησιμοποιείται σε αρμενικές πηγές για να καθορίσει την περιοχή μεταξύ των ποταμών Kur και Araxes (Άραξος) ως τμήμα της Αρμενίας. Στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται κάποιες φορές υπό τον όρο «Αρμενικό Aghuank» ή “Hay-Aguank”.
Ο Αρμένιος ιστορικός της περιοχής, Movses Kaghankatvatsi, ο οποίος λίγο έως πολύ είναι ο μόνος που άφησε τον πιο ολοκληρωμένο ιστορικό απολογισμό, επίσης εξηγεί το όνομα Aghuank, ως προερχόμενο ετυμολογικά από τη λέξη Aghu (που στα αρμενικά σημαίνει το γλυκό, το μαλακό και το τρυφερό), η οποία, όπως ο ίδιος είπε, ήταν το παρατσούκλι του πρώτου Καυκάσιου Αλβανού κυβερνήτη Arran για να περιγράψει την επιεική (ήπια) προσωπικότητά του. Ο Μωυσής του Kalankatuyk και άλλες αρχαίες πηγές εξηγούν το Arran ή Arhan ως το όνομα του μυθικού ιδρυτή της Καυκάσιας Αλβανίας (Aghvan) ή ακόμα ως την ιρανική φυλή γνωστή με το όνομα Alans (Alani), που σε κάποιες γραπτές αναφορές λέγεται ότι υπήρξε γιος του Noa, ο Yafet (Japheth- Γιαφεθ). O James Darmesteter, μεταφραστής της Avesta, σύγκρινε τη λέξη / τον όρο Arran με την Airyana Vaego, την οποία ο ίδιος επίσης θεωρούσε ότι βρισκόταν (ως τοποθεσία) κάπου μεταξύ της περιοχής Αραξου – Αραρατ, παρόλο που οι μοντέρνες θεωρίες τείνουν να τοποθετούν την αντίστοιχη περιοχή στα ανατολικά του Ιράν.

Η Καυκάσια Αλβανία έως το 387
Γεωγραφία

Στους προ-ισλαμικούς χρόνους, η Καυκάσια Αλβανία/Arran ήταν μία ευρύτερη (γεωγραφική) έννοια από εκείνη του μετα-ισλαμικού Αrran. Το αρχαίο Arran κάλυπτε όλη την ανατολική Τρανσκαυκασία, η οποία περιελάμβανε τη μεγαλύτερη από την περιοχή της σημερινής δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν και μέρος της περιοχής του Ντατζεσταν (Dagestan). Παρόλα αυτά στους μετα-ισλαμικούς χρόνους η γεωγραφική έννοια του Arran περιορίστηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Kura και Araks.
Οι αρχαία Καυκάσια Αλβανία εξαπλώνεται στο νοτιο-ανατολικό τμήμα των Μεγαλύτερων βουνών του Καυκάσου. Συνόρευε με την Καυκάσια Ιβηρία (σημερινή Γεωργία) από τα δυτικά, με τη Σαρματία (Sarmatia) από τα βόρεια, με την Κασπία Θάλασσα από τα ανατολικά, και με τις επαρχίες του Artsakh και του Utik στην Αρμενία από τα δυτικά κατά μήκος του ποταμού Kura.
Η Αλβανία ή, αλλιώς, Arran στους Ισλαμικούς χρόνους ήταν ένα τρίγωνο  γης, πεδινή στα ανατολικά και ορεινή στα δυτικά, που δημιουργούνταν από τη διασταύρωση των ποταμών Kura και Aras, συμπεριλαμβανομένου του ορεινού και πεδινού Karabakh (Artsakh), την πεδιάδα Mil και μέρη της πεδιάδας Mughan, και στους προ-ισλαμικούς χρόνους, αντιστοιχούσε περίπου στην περιοχή της σημερινής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Οι περιοχές της Αλβανίας ήταν οι ακόλουθες:

Cambysene
Getaru
Elni / Xeni
Begh
Shake
Xolmaz
Kapalak
Hambasi
Gelavu
Hejeri
Kaladasht

Πρωτεύουσα του βασιλείου κατά την αρχαιότητα ήταν η Καμπάλα - Oabala (Kapalak). Κλασικές πηγές παραμένουν ομόφωνες στο να χαρακτηρίζουν τον ποταμό Κura (Cyros-Κύρος) ως το σύνορο μεταξύ της Αρμενίας και της Αλβανίας μετά από την κατάκτηση των περιοχών στη δεξιά όχθη του ποταμού Kura από τους Αρμένιους κατά το 2ο αιώνα π.Χ.
Η αυθεντική περιοχή της Αλβανίας ήταν περίπου 23.000 Km2. Μετά το 387 μ.Χ. η περιοχή της Καυκάσιας Αλβανίας, μερικές φορές αναφερόμενη από τους μελετητές ως «Μεγάλη Αλβανία» (“Greater Albania”), μεγάλωσε/εξαπλώθηκε φτάνοντας περίπου τα 45.000 Km2. Κατά τον 5ο αιώνα η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Partav, στην περιοχή του Utik, όπου αναφέρεται να έχει χτιστεί στα μισά του 5ου αιώνα από το Βασιλιά Vache II της Αλβανίας, αλλά σύμφωνα με τον Μ.L. Chaumont, υπήρχε από νωρίτερα ως μία αρμενική πόλη.
Σε ένα μεσαιωνικό χρονικό, το "Ajayib-ad-Dunia", γραμμένο τον 13ο αιώνα από άγνωστο συγγραφέα, το Arran αναφέρεται ότι ήταν 30 farsakhs (200 km/χλμ) σε πλάτος, και 40 farsakhs (270 km/χλμ.) σε μήκος. Όλη η δεξιά όχθη του ποταμού Kura έως το σημείο που ενωνόταν με το(ν) Aras αποδιδόταν στο Arran (η αριστερή όχθη του ποταμού Kura ήταν γνωστή ως Shirvan). Τα σύνορα του Arran έχουν αλλάξει/μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας, μερικές φορές περιλαμβάνοντας ολόκληρη την περιοχή της σημερινής δημοκρατίας του Aζερμπαϊτζάν, και άλλες φορές μόνο μέρη του Νότιου Καυκάσου. Σε ορισμένες περιπτώσεις το Arran ήταν (αναφερόταν ως) τμήμα της Αρμενίας.
Οι μεσαιωνικοί ισλαμιστές γεωγράφοι έδωσαν/άφησαν γενικές περιγραφές του Arran, και των πόλεων του, οι οποίες περιελάμβαναν τις πόλεις Barda, Beylagan και Ganja, μαζί με άλλες.

Εθνογένεση

Αρχικά, τουλάχιστον κάποιοι από τους Καυκάσιους Αλβανούς μιλούσαν γλώσσες Lezgic κοντινές σε αυτές που ανευρίσκονται (να ομιλούνται) στο μοντέρνο/σημερινό Daghestan. Γενικά, ωστόσο, (υπολογίζεται ότι) έως και 26 διαφορετικές γλώσσες πιθανόν να έχουν ομιληθεί/χρησιμοποιηθεί εντός της Καυκάσιας Αλβανίας.
Αφού οι Καυκάσιοι Αλβανοί εκχριστιανίστηκαν τον 4ο αιώνα, τα δυτικά τμήματα του πληθυσμού σταδιακά εξομοιώθηκαν από τους προγόνους των σημερινών Αρμενίων και τα ανατολικά τμήματα της Καυκάσιας Αλβανίας εξισλαμίστηκαν και απορροφήθηκαν από τον Ιρανικό και, ακολούθως, από τον Τουρκικό πληθυσμό (σημερινοί κάτοικοι του Αζερμπαϊτζάν). Μικρά επιζήσαντα τμήματα αυτού του πληθυσμού εξακολουθούν να υπάρχουν ανεξάρτητα και είναι γνωστά ως πληθυσμός Udi (Udi people).
Ο προ-ισλαμικός πληθυσμός της Καυκάσιας Αλβανίας πιθανόν να έχει παίξει ένα ρόλο στην εθνογένεση ενός αριθμού μοντέρνων εθνοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Αζερμπαϊτζανών, των Αρμενίων από το Ναγκόρνο-Καραμπάκ (Nagorno-Karabakh), των Γεωργιανών της Kakhetia (Κακετίας?), των Laks, των Lezgins και των Tsakhurs του Νταγκεστάν.

Αλφάβητο και γλώσσες
Καυκάσια Αλβανική γλώσσα
Κύριο άρθρο/κύρια πηγή: Καυκάσιο Αλβανικό αλφάβητο

Σύμφωνα με τους Αρμένιους μεσαιωνικούς ιστορικούς Movses (Μωυσή) Khorenatsi, Movses (Μωυσή) Kaghankatvatsi και Koryun, το Καυκάσιο Αλβανικό αλφάβητο (η αρμενική ονομασία της γλώσσας είναι Aghvank, ενώ η ονομασία που έδιναν σε αυτήν οι ιθαγενείς κάτοικοι παραμένει άγνωστη) δημιουργήθηκε από τον Mesrob Mashtots, τον Αρμένιο μοναχό, θεολόγο και μεταφραστή στον οποίο, επίσης, αποδίδεται η δημιουργία/επινόηση του αρμενικού αλλά και του γεωργιανού αλφάβητου.
Ο Koriun, ένας μαθητής του Mesrob Mashtots, στο βιβλίο του με τίτλο «Η ζωή του Mashtots», έγραψε για το πώς ο δάσκαλός του δημιούργησε/επινόησε το αλφάβητο (των Καυκασίων Αλβανών):
Μετά ήρθε και τους επισκέφτηκε ένας ηλικιωμένος άνδρας, ένας Αλβανός με το όνομα Μπέντζαμιν (Benjamin). Εκείνος, ο Mesrob Mashtots ζήτησε και εξέτασε τη βαρβαρική απαγγελία της Αλβανικής γλώσσας και, κατόπιν, μέσω του συνήθους σε αυτόν, θεόδοτου πνευματικού του ζήλου επινόησε ένα αλφάβητο, το οποίο αυτός, μέσω της χάρης του Χριστού, οργάνωσε με επιτυχία και έβαλε σε τάξη.
Ένα κιονόκρανο του VII αιώνα της Χριστιανικής Εκκλησίας με μία επιγραφή στην Καυκάσια Αλβανική γλώσσα, βρέθηκε στην περιοχή Mingachevir. Το κιονόκρανο φυλάσσεται τώρα προς κοινή θέα στο Μουσείο Ιστορίας του κράτους του Αζερμπαϊτζάν.
 Ένα Καυκάσιο Αλβανικό αλφάβητο πενήντα δύο γραμμάτων, το οποίο φέρει ομοιότητα με Γεωργιανούς, Αιθιόπιους και Αρμένιους χαρακτήρες, επέζησε μέσα από λίγες επιγραφές, όπως και ένα αρμενικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα. Αυτό το χειρόγραφο, Matenadaran No. 7117, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Ilia Abuladze το 1937 είναι ένα γλωσσικό εγχειρίδιο, το οποίο παρουσιάζει συγκριτικά διαφορετικά αλφάβητα  - μεταξύ αυτών το αρμενικό, ελληνικό, λατινικό, συριακό, γεωργιανό, κοπτικό και το καυκάσιο αλβανικό. Ο τίτλος του αλφάβητου ήταν "Ałuanicʿ girn ē" (στα αρμένικα: Աղուանից գիրն Է, που σημαίνει «Αυτά είναι Αλβανικά γράμματα»).
Το 1996, ο Zaza Aleksidze, του Γεωργιανού Κέντρου Χειρογράφων ανακάλυψε στο Μοναστήρι της Αγ. Αικατερίνης στο Όρος Σινά, στην Αίγυπτο, ένα κείμενο γραμμένο σε περγαμηνή, το οποίο επαναχρησιμοποιήθηκε σε παλίμψηστο χειρόγραφο.
Το 2001 ο Aleksidze αναγνώρισε τη γραφή του ανωτέρου κειμένου ως Καυκάσια Αλβανική, και το κείμενο ως ένα πρώιμο ωρολόγιο χρονολογούμενο πιθανόν πριν από τον έκτο αιώνα. Πολλά από τα γράμματα που ανακαλύφθηκαν σε αυτό δεν εμπεριέχονταν στο Αλβανικό αλφάβητο απαριθμούμενο στο Αρμενικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα. Οι μουσουλμάνοι γεωγράφοι Al-Muqaddasi, Ibn-Hawqal και Estakhri κατέγραψαν ότι μία γλώσσα με το όνομα Arranian ομιλούνταν ακόμα στην πρωτεύουσα Barda και το υπόλοιπο τμήμα του Arran κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα.

Ιρανικές γλώσσες
Ευρύτερες πληροφορίες: γλώσσα των Πάρθων
Ευρύτερες πληροφορίες: περσική γλώσσα

Η Ιρανική επαφή με την περιοχή πηγαίνει πίσω στο χρόνο / χρονολογείται στους Μέσους χρόνους και στην εποχή των Αχαιμενιδών. Κατά τη διάρκεια επικράτησης αυτής της Αρσακιδικής Δυναστείας της Καυκάσιας Αλβανίας, η γλώσσα των Πάρθων εξαπλώθηκε στην περιοχή. Είναι πιθανόν ότι η γλώσσα και η φιλολογία που χρησιμοποιούνταν για θέματα διοίκησης και αρχειοθέτησης της αυτοκρατορικής καγκελλαρίας όσον αφορά στις εξωτερικές υποθέσεις με τρόπο φυσικό μετατράπηκε στη γλώσσα των Πάρθων, βασισμένη στην αραμαϊκή γραφή.
Σύμφωνα με τον Toumanoff, «η επικράτηση του Ελληνισμού, όπως συνέβη στην περίπτωση των Αρταξιάδων (Artaxiads)(?), ακολουθήθηκε τώρα από μία επικράτηση του «Ιρανισμού», και, συμπτωματικά, αντί για τα Ελληνικά, όπως συνηθιζόταν στο παρελθόν, τώρα η γλώσσα των Πάρθων έγινε η γλώσσα των μορφωμένων» (βλέπε google, βικιπαίδεια, Πάρθοι: Παρθία, Παρθική Αυτοκρατορία από το 247 π.Χ. έως το 224 μ.Χ., Παρθική Γλώσσα).
Με την επικράτηση – εγκατάσταση των Σασσανιδών, τα Μεσαία Περσικά, μια γλώσσα με στενή σχέση με τα Παρθικά, έγινε η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών (βλέπε google, βικιπαίδεια, Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, γνωστή ως Ερανσάρ και Εράν στα περσικά των Μέσων Χρόνων, Ιρανσάρ και Ιράν στα νέα περσικά).
Την περίοδο εκείνη η Περσική γλώσσα είχε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία από την Καυκάσια Αλβανική γλώσσα και η περιοχή ήταν σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση του Ιράν.
Σύμφωνα με τον Vladimir Minorsky: «Η παρουσία των ιρανικών εποίκων στην Τρανσκαυκασία, και ειδικά στην εγγύτητα των περασμάτων (σε περιοχές πολύ κοντινές στα περάσματα), πρέπει να έχει παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση και το σπρώξιμο προς τα πίσω των αυτοχθόνων κατοίκων. Ονόματα όπως Sharvan, Layzan, Baylaqan, etc., καταδεικνύουν ότι η ιρανική μετανάστευση προχώρησε κυρίως από το Gilan και άλλες περιοχές στην νοτιότερη ακτή της Κασπίας (θάλασσας)».
Η παρουσία της περσικής γλώσσας και της ιρανικής κουλτούρας συνεχίστηκαν και μετά από την Ισλαμική εποχή.

Θρησκεία

Ο αρχικός πληθυσμός του Καυκάσου ακολουθούσε/πίστευε σε διαφορετικές παγανιστικές θρησκείες. Υπό την επίδραση των Αχαιμενιδών (βλέπε επίσης google, βικιπαίδεια: δυναστεία των Αχαιμενιδών ,ήταν η πρώτη σειρά Περσών ηγεμόνων. Ιδρύθηκε από τον Αχαιμένα, έναν Πέρση ηγέτη του 700 π.Χ.), των Πάρθων και , κυρίως, των Σασσανιδών, ο Ζοροαστρισμός επίσης αναπτύχθηκε στην περιοχή. Ο Χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται στα τέλη του 4ου αιώνα κατά την περίοδο των Σασσανιδών.
Η αραβική κατάκτηση (επικράτηση των Αράβων) και η κρίση της Καρχηδόνας οδήγησαν σε σοβαρή αποσύνθεση την Εκκλησία της Καυκάσιας Αλβανίας.
Ξεκινώντας από τον 8ο αιώνα, μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ. Από τον 11ο αιώνα ήδη υπήρχαν συνοδικά τζαμιά στις περιοχές Partaw, Qabala and Shaki, τις πόλεις οι οποίες αποτελούσαν το επίκεντρο λατρείας του Καυκάσιου Αλβανικού Χριστιανισμού.
Αυτοί οι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Lezgins και Tsakhurs ή θα αναμειγνύονταν με τον τουρκικό και ιρανικό πληθυσμό για να σχηματίσουν τους σημερινούς Αζέριους, ενώ εκείνοι οι οποίοι παρέμειναν Χριστιανοί σταδιακά απορροφήθηκαν από τους Αρμένιους ή συνέχισαν να υπάρχουν μόνοι τους / ανεξάρτητα και να είναι γνωστοί (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) ως Udi (Udi people).
Οι Καυκάσιες Αλβανικές φυλές των Hereti τράπηκαν προς την Ανατολική Ορθοδοξία υπό την Dinar, Βασίλισσα των Hereti κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα. Οι θρησκευτικές υποθέσεις αυτού του μικρού πριγκιπάτου τώρα, επίσημα, ανήκαν στη διοίκηση της Γεωργιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1010, οι Hereti απορροφήθηκαν από το γειτονικό Γεωργιανό Βασίλειο των Kakheti. Σταδιακά, στις αρχές του 12ου αιώνα, αυτές οι εκτάσεις έγιναν μέρος του Βασιλείου της Γεωργίας υπό τη βασιλεία του Δαβίδ του Εποικοδομιστή (David the Builder) ολοκληρώνοντας τη διαδικασία της «γεωργιανοποίησής» τους.

Ιστορία
Μέση εποχή και εποχή των Αχαιμενιδών

Σύμφωνα με μία υπόθεση, η Καυκάσια Αλβανία ενσωματώθηκε στην Μεσαία Αυτοκρατορία.
Η περσική διείσδυση σε αυτή την περιοχή σε μία πολύ πρώιμη ημερομηνία (εποχή) είναι συνδεδεμένη με την ανάγκη υπεράσπισης των βορειότερων συνόρων της Ιρανικής αυτοκρατορίας.
Πιθανόν, ήδη υπό την ηγεσία των Αχαιμενιδών, κάποια μέτρα είχαν παρθεί εναντίον των εισβολέων για την προστασία των Καυκάσιων περασμάτων, ωστόσο, η ίδρυση του Darband, και μιας σειράς από πύλες παραδοσιακά αποδίδεται στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.
Η Αλβανία ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και βρισκόταν υπό τις διαταγές του βασιλείου (σατραπείας) των Μήδων στην τελευταία περίοδο.

Ελληνιστική εποχή

Τα ερείπια των πυλών της Αλβανικής πρωτεύουσας Καμπάλα (Qabala) στο Αζερμπαϊτζάν.
Ο Έλληνας ιστορικός Αρριανός αναφέρει (ίσως αναχρονιστικά) τους Καυκάσιους Αλβανούς για πρώτη φορά στη μάχη των Γαυγαμηλών, όπου οι Αλβανοί, Medes, Cadussi και Sacae βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Ατροπάτη (βλέπε επίσης google, βικιπαίδεια: Ατροπάτης, Σατράπης της Μηδείας). Η Αλβανία πρώτη φορά παρουσιάζεται στην ιστορία ως ένα βασσαλικό κρατίδιο μέσα στην αυτοκρατορία του Τιγράνη του Μεγάλου της Αρμενίας (Tigranes the Great).
Το βασίλειο της Αλβανίας εμφανίστηκε στον ανατολικό Καύκασο κατά τη διάρκεια του 2ου ή 1ου αιώνα προ Χριστού και μαζί με τους Γεωργιανούς και τους Αρμενίους δημιούργησαν ένα από τα τρία έθνη του Νότιου Καυκάσου. Η Αλβανία τέθηκε υπό την επίδραση της ισχυρής Αρμενικής θρησκείας και του πολιτισμού.
Ο Ηρόδοτος, ο Στράβων και άλλοι κλασικοί συγγραφείς επανειλημμένα αναφέρουν τους Κασπίους αλλά δεν δείχνουν να γνωρίζουν πολλά για αυτούς.
Στον 2ο π.Χ. αιώνα τμήματα της Αλβανίας κατακτήθηκαν από το Βασίλειο της Αρμενίας, πιθανόν από τους Μήδες (βασίλειο των Μηδών).
Ο αυθεντικός πληθυσμός των περιοχών στη δεξιά όχθη του (ποταμού) Kura πριν από την αρμενική κατάκτηση αποτελούνταν από διάφορους αυτόχθονες κατοίκους/πληθυσμούς. Τα αρχαία χρονικά δίνουν τα ονόματα διαφορετικών/αρκετών πληθυσμών που κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών του Artsakh και Utik.
Αυτοί ήταν Ουτοι, Μυσιοι, Κάσπιοι, Γαργαριανοί, Σακασινιανοί, Γελιανοί, Σοδιανοί, Λουπινιανοί, Βαλκάνιοι, Παρσιανοί και Παρρασιανοί. (?)
Σύμφωνα με τον Robert H. Hewsen, οι φυλές αυτές «σίγουρα δεν ήταν Αρμενικής καταγωγής», και «παρόλο  που συγκεκριμένοι Ιρανικοί πληθυσμοί πρέπει να αποίκησαν εδώ κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της Περσικής και της Μέσης διακυβέρνησης/αυτοκρατορίας, οι περισσότεροι από τους ντόπιους/ιθαγενείς δεν ήταν ούτε καν Ινδο-Ευρωπαίοι».
Ο ίδιος συγγραφέας επίσης αναφέρει ότι οι διάφοροι πληθυσμοί της δεξιάς όχθης του Kura «ήταν σε μεγάλο βαθμό αρμενοποιημένοι και ότι πολλοί ήταν στην πραγματικότητα Αρμένιοι στην καταγωγή, κάτι το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί». Πολλοί από εκείνους τους ανθρώπους βρέθηκαν να παρατίθενται ως διακριτές εθνοτικές οντότητες όταν η δεξιά όχθη του Kura κατακτήθηκε από τους Καυκάσιους Αλβανούς το 387 μ.Χ.

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Κυρίως άρθρο: η Ρωμαϊκή επίδραση στην Καυκάσια Αλβανία

Υπήρξε μια σχέση διαρκείας μεταξύ της Αλβανίας και της Αρχαίας Ρώμης.
Η Λατινική λίθινη επιγραφή κοντά στο όρος Boyukdash, στην περιοχή του Qobustan, στο Baku, η οποία αναφέρει τη Legio XII Fulminata (θρυλική Ρωμαϊκή Λεγεώνα, βλ. fulminus, καίγεται, fulminate, καυτή/πύρινη), αποτελεί την μεγαλύτερη και πιο γνωστή απόδειξη για την ύπαρξη Ρωμαϊκής παρουσίας στην ανατολή. Στην Αλβανία, οι Ρωμαίοι έφτασαν έως την Κασπία Θάλασσα για πρώτη φορά.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα κυκλοφορούσαν στην Καυκάσια Αλβανία έως τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Δύο δηνάρια, που ήρθαν στο φως από την εποχή του 2ου αιώνα π.Χ., κόπηκαν από τον Κλαύδιο και τον Καίσαρα. Τα νομίσματα του Αυγούστου  είναι πανταχού παρόντα. Οι θησαυροί της Καμπάλα αποκάλυψαν επίσης δηνάρια του Όθου (Ρωμαίου αυτοκράτορα), του Βεσπασιανού, του Τραϊανού και του Αδριανού.
Το 69-68 π.Χ. ο Λούκουλλος, έχοντας κερδίσει τον Αρμένιο κυβερνήτη Τιγράνη το δεύτερο, πλησίασε τα σύνορα της Καυκάσιας Αλβανίας και τον διαδέχθηκε ο Πομπήιος.
Μετά τη διαχείμαση του 66-65 π.Χ., ο Πομπήιος ξεκίνησε την Ιβηρική του εκστρατεία. Αναφέρεται από τον Στράβωνα κατά τον απολογισμό του Θεόφανη της Μυτιλήνης ο οποίος και συμμετείχε σε αυτήν (βλέπε επίσης google, βικιπαίδεια: Θεόφανης της Μυτιλήνης, Έλληνας Ιστορικός, 1ος αιώνας π.Χ.). Όπως αναφέρεται/κατατίθεται από την Kamilla Trever, ο Πομπήιος πλησιάσε το Αλβανικό σύνορο στο σημερινό Qazakh Rayon του Αζερμπαϊτζάν.
Ο Igrar Aliyev έδειξε ότι αυτή η περιοχή που ονομάζονταν Cambysene, κατοικούνταν κυρίως από  κτηνοτρόφους την εποχή εκείνη. Όταν διάβηκαν τον ποταμό Alazan, τους επιτέθηκαν δυνάμεις του Oroezes, Βασιλιά της Αλβανίας, και τελικά τους νίκησαν.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Αλβανοί «οδηγήθηκαν/είχαν αρχηγό έναν αδελφό του βασιλιά, με το όνομα Cosis, ο οποίος αμέσως μόλις η μάχη έγινε σώμα με σώμα, όρμησε επάνω στον Πομπήιο ο ίδιος να τον πατάξει με ένα ακόντιο στον θώρακα, αλλά ο Πομπήιος του το πέρασε μέσα από το σώμα του και τον σκότωσε».
Ο Πλούταρχος ακόμα ανέφερε ότι «μετά τη μάχη, ο Πομπήιος ξεκίνησε για την Κασπία Θάλασσα, αλλά αναγκάστηκε να στραφεί προς τα πίσω εξαιτίας πληθώρας θανατηφόρων ερπετών ενώ βρισκόταν μόνο τρεις μέρες μακριά σε απόσταση, και υπαναχώρησε στην Μικρότερη Αρμενία». Οι πρώτοι βασιλείς της Αλβανίας ήταν οπωσδήποτε οι εκπρόσωποι των ευγενών των τοπικών φυλών, την οποία και βεβαιώνουν τα μη Αρμενικά και μη Ιρανικά ονόματά τους (Oroezes, Cosis, και Zober στις ελληνικές πηγές).
Ο πληθυσμός της Καυκάσιας Αλβανίας κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο πιστεύεται ότι απαρτίζονταν είτε από τους Νοτιοανατολικούς κατοίκους του Καυκάσου είτε από τους Νότιους κατοίκους του Καυκάσου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Αλβανοί ήταν μία ομάδα από 26 διαφορετικές φυλές που ζούσαν στα βόρεια του Kura ποταμού και κάθε μία από αυτές είχε το δικό της βασιλιά και γλώσσα. Κάποια στιγμή πριν από τον 1ο αιώνα π.Χ. ενσωματώθηκαν όλοι σε ένα κράτος και κυβερνούνταν από έναν βασιλιά.
Ο Στράβων έγραψε για τους Καυκάσιους Αλβανούς κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.: «Στην παρούσα περίοδο, πραγματικά, ένας βασιλιάς κυβερνά/διοικεί όλες τις φυλές, αλλά προηγούμενα, οι διαφορετικές φυλές κυβερνούνταν/διοικούνταν ξεχωριστά από βασιλείς δικούς τους, σύμφωνα με τις διαφορετικές τους γλώσσες. Έχουν είκοσι έξι διαφορετικές γλώσσες, και αυτό γιατί δεν έχουν (καταφέρει να αναπτύξουν) έναν εύκολο τρόπο επικοινωνίας ο ένας με τον άλλο».
Η Καυκάσια Αλβανία υπήρξε μεταξύ των υποτελών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γύρω στο 300 μ.Χ.
Η Αλβανία επίσης αναφέρεται από το Διονύσιο τον Περιηγητή (2ος ή 3ος αιώνας μ.Χ.) ο οποίος περιγράφει τους Αλβανούς ως ένα έθνος πολεμιστών, που ζουν κοντά στους Ιβηριανούς και τους Γεωργιανούς.
Το 1899, ένα ασημένιο πιάτο χαρακτηριστικό της Ρωμαϊκής τορευτικής (μεταλλοτεχνίας) ανασκάφηκε κοντά στο χωριό Αζερμπαϊτζανί του Qalagah. Η λίθινη επιγραφή κοντά στο νοτιο-ανατολικό τμήμα του ποδιού του Boyukdash (70 χιλμ. από το Baku) ανακαλύφθηκε στις 2 Ιουνίου του 1948 από τον Αζερμπαϊτζανό ανθρωπολόγο Ishag Jafarzadeh.
Ο θρύλος αναφέρεται ως IMPDOMITIANO CAESARE·AVG GERMANIC L·IVLIVS MAXIMVS> LEG XII·FVL. Σύμφωνα με τους τίτλους του Δομιτιανού σε αυτόν, η πορεία έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 84 και 96. Η επιγραφή μελετήθηκε από τον Ρώσο ειδικό επιστήμονα Yevgeni Pakhomov, ο οποίος υπέθεσε ότι η σχετική εκστρατεία ξεκίνησε ώστε να ελέγξει την πύλη Ντέρμπεντ (Derbent Gate) και ότι η XII Fulminata (γνωστή προαναφερθείσα λεγεώνα) ξεκίνησε είτε από το Melitene, τη μόνιμη βάση της, είτε από την Αρμενία, στην οποία μπορεί να είχε μεταφερθεί/μετακομίσει προηγουμένως. Ο Pakhomov υπέθεσε ότι η λεγεώνα κινήθηκε προς το σημείο (βαδίζοντας) συνεχώς κατά μήκος του ποταμού Aras.
Η τελευταία εκδοχή/έκδοση, τυπωμένη το 1956, υπογραμμίζει ότι η λεγεώνα ήταν σταθμευμένη στην Καππαδοκία εκείνο τον καιρό ενώ ο εκατόνταρχος μπορεί να βρισκόταν στην Αλβανία με κάποια διπλωματική αποστολή επειδή για τις διαπραγματεύσεις με τους κυβερνήτες της Ανατολής, οι Ρωμαίοι διοικητές συνήθως έστελναν εκατόνταρχους.
Το 1953 δώδεκα δηνάρια του Αυγούστου ανεσκάφησαν. Το 1958 ένα δηνάριο, κομμένο το έτος 82μ.Χ., ανακαλύφθηκε.
Κατά τη βασιλεία/κυριαρχία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού (117-138), η Αλβανία δέχθηκε εισβολή από τους Αλανούς, μια Ιρανική νομαδική φυλή. Η εισβολή προώθησε μια συμμαχία μεταξύ της Ρώμης και των Αλβανών, η οποία και ενδυναμώθηκε υπό τη βασιλεία του Αντωνίνου Πίου το 140 μ.Χ. (βλέπε επίσης, βικιπαίδεια: Αντωνίνος Πίος (19 Σεπτεμβρίου 86 μ.Χ. - 7 Μαρτίου 161) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας, θετός γιος και διάδοχος του Αδριανού). Οι Σασσανίδες κατέλαβαν την περιοχή γύρω στο 240 μ.Χ. όμως, μετά από μερικά χρόνια η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απέκτησε και πάλι  τον έλεγχο της Καυκάσιας Αλβανίας.
Πραγματικά το 297 η συνθήκη της Nisibis όρισε/έβαλε ως όρο την επανίδρυση του Ρωμαϊκού προτεκτοράτου επί της Καυκάσιας Ιβηρίας και Αλβανίας. Ωστόσο, πενήντα χρόνια μετά η Ρώμη έχασε την περιοχή, η οποία και από τότε παρέμεινε ένα αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών.

Εποχή/
περίοδος των Πάρθων
Κυρίως άρθρο: η Δυναστεία των Αρσακιδών της Καυκάσιας Αλβανίας
Περισσότερες πληροφορίες: οι Πάρθοι και η γλώσσα των Πάρθων

Υπό τη διακυβέρνηση/βασιλεία των Πάρθων, Η Ιρανική πολιτική και πολιτιστική επίδραση αυξήθηκε στην Περιοχή. Όποια κι αν υπήρξε η σποραδική επικυριαρχία της Ρώμης, η χώρα ήταν τώρα ένα τμήμα –μαζί με την Ιβηρία (Ανατολική Γεωργία) και την (Καυκάσια) Αλβανία, όπου βασίλευαν άλλα παρακλάδια των Αρσακιδών – μιας παν-Αρσακιδικής οικογενειακής ομοσπονδίας.
Πολιτιστικά, η κυριαρχία του Ελληνισμού, τώρα ακολουθήθηκε από μία κυριαρχία του «Ιρανισμού», και, συμπτωματικά, αντί για τα ελληνικά, όπως προηγουμένως, τα Παρθικά έγιναν τώρα η γλώσσα των μορφωμένων.
Μια εισβολή σε αυτή την περιοχή έγινε από τους Αλανούς, οι οποίοι μεταξύ του 134 και 136 επιτέθηκαν στην Αλβανία, τη Μηδεία και την Αρμενία, διεισδύοντας έως και την Καππαδοκία. Ωστόσο, ο Βολογάσης (Vologases) (βλέπε βικιπαίδεια: Βολαγάσης, Πάρθος βασιλείας (191-208) τους έπεισε να αποσυρθούν, πιθανόν πληρώνοντάς τους.

Εποχή των Σασσανιδών
Κυρίως άρθρο: Αλβανία (σατραπεία)

Κατά τα έτη 252-253, η Καυκάσια Αλβανία, μαζί με την Καυκάσια Ιβηρία και την Ευρύτερη/Μεγάλη Αρμενία, κατακτήθηκαν και προσαρτήθηκαν στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Η Αλβανία έγινε ένα κρατίδιο της Αυτοκρατορίας, αλλά διατήρησε τη μοναρχία της. Ο Αλβανός βασιλιάς δεν είχε πραγματική εξουσία και η περισσότερη πολιτική, θρησκευτική και στρατιωτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Σασσανού marzban (στρατιωτικός κυβερνήτης) της περιοχής.
Οι Ρωμαίοι απέκτησαν ξανά τον έλεγχο της Καυκάσιας Αλβανίας, πάλι με τη μορφή κρατιδίου για ορισμένα χρόνια γύρω στο 300μ.Χ., ωστόσο, αμέσως μετά οι Σασσανοί κυριάρχησαν ξανά στην περιοχή για αιώνες μέχρι και τις εισβολές των Αράβων.
Η Αλβανία αναφερόταν μεταξύ των επαρχιών των Σασσανιδών και ως τέτοια αναγράφεται σε λίστα με τις επαρχίες της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών επάνω σε τρίγλωσση επιγραφή του Shapur I at Naqsh-e Rustam.
Στα μισά του 4ου αιώνα ο βασιλιάς της Αλβανίας Urnayr έφτασε στην Αρμενία και βαφτίστηκε από τον Γρηγόριο το Διαφωτιστή, αλλά ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αλβανία μόνο σταδιακά, και ο Αλβανός βασιλιάς έμεινε πιστός στη δυναστεία των Σασσανιδών. Μετά την αποχώρηση της Αρμενίας μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας (το 387μ.Χ.), η Αλβανία με τη βοήθεια της Δυναστείας των Σασσανιδών κατάφερε να αδράξει από την Αρμενία όλη τη δεξιά όχθη του ποταμού Kura έως και τον ποταμό Άραξο (Araxes), συμπεριλαμβανομένων των Artsakh και Utik.
Ο βασιλιάς των Σασσανιδών Yazdegerd II πέρασε ένα διάταγμα που απαιτούσε όλοι οι χριστιανοί στην αυτοκρατορία του να προσηλυτιστούν στον Μασδαϊσμό, φοβούμενος ότι οι Χριστιανοί μπορεί να συμμαχήσουν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία πρόσφατα είχε υιοθετήσει τον Χριστιανισμό. Αυτό οδήγησε σε μία εξέγερση των Αλβανών, μαζί με τους Αρμένιους και τους Ιβήριους. Σε μια μάχη που έλαβε χώρα το 451 μ.Χ. στην κοιλάδα Avarayr, οι συμμαχικές δυνάμεις των Αρμένιων, Αλβανών και Ιβήριων βασιλέων, αφιερωμένες στο Χριστιανισμό, υπέφεραν με συντριπτική ήττα στα χέρια του στρατού των Σασσανιδών. Πολλοί από τους Αρμένιους άρχοντες/ευγενείς διέφυγαν στις βραχώδεις περιοχές της Αλβανίας, ειδικότερα στο Artsakh, το οποίο έγινε το κέντρο αντίστασης εναντίον της Σασσανιδικής Περσίας.
Το θρησκευτικό κέντρο του Αλβανικού κράτους επίσης μετακινήθηκε εδώ. Παρόλα αυτά, ο Αλβανός βασιλιάς Vache, συγγενής του Yazdegerd II, αναγκάστηκε να ασπαστεί την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, σύντομα όμως, επέστρεψε στον Χριστιανισμό.
Στα μέσα του 5ου αιώνα με εντολή του Πέρση βασιλιά Peroz I, ο Vache (βασιλιάς των Αλβανών) έχτισε στο Utik την πόλη που αρχικά ονομαζόταν Perozabad, και αργότερα Παρτάβ και Barda, και την έκανε πρωτεύουσα της Αλβανίας. Το Παρτάβ ήταν η έδρα των Αλβανών βασιλιάδων και του Πέρση marzban, και το 552 μ.Χ. η έδρα της αλβανικής εκκλησίας (Albanian Catholicos) επίσης μεταφέρθηκε στο Παρτάβ.
Μετά το θάνατο του Vache, η Αλβανία έμεινε χωρίς βασιλιά για τριάντα χρόνια. Ο Σασσανός Balash επανέφερε την αλβανική μοναρχία κάνοντας τον Vachagan, γιο του Yazdegerd και αδελφό του προηγούμενου βασιλιά Vache, βασιλιά της Αλβανίας.
Κατά το τέλος του 5ου αιώνα, το αρχαίο Αρσακιδικό βασιλικό παλάτι της Αλβανίας, παρακλάδι της κυβερνούσας δυναστείας των Πάρθων, εξαφανίστηκε και τον 6ο αιώνα, αντικαταστάθηκε από πρίγκιπες της Περσίας ή της Παρθικής οικογένειας των Mihranid, που ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των Σασσανιδών. Αυτοί και έλαβαν τον Περσικό τίτλο του Arranshah (δηλαδή, του σάχη του Arran, το περσικό όνομα της Αλβανίας). Η κυβερνούσα δυναστεία πήρε το όνομά της από το όνομα του Πέρση ιδρυτή της του Mihran, ο οποίος και ήταν μακρινός συγγενής των Σασσανιδών.
Η δυναστεία των Mihranid επέζησε υπό την κυριαρχία των Μουσουλμάνων έως το 821-822. Στα τέλη του 6ου – αρχές του 7ου αιώνα η περιοχή της Αλβανίας έγινε μία αρένα πολέμων μεταξύ της Σασσανιδικής Περσίας, του Βυζαντίου και του Khazar kaganate, με τους τελευταίους δύο πολύ συχνά να συμπεριφέρονται/μετατρέπονται σε συμμάχους.
Το 628, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Περσο-Τουρκικού Πολέμου, οι Khazars εισέβαλαν στην Αλβανία, και ο αρχηγός τους ο Ziebel ονόμασε τον εαυτό του λόρδο της Αλβανίας, εισπράττοντας ένα φόρο από τους εμπόρους και τους ψαράδες των ποταμών Kura και Araxes «σύμφωνα με την τοπογραφία του βασιλείου της Περσίας». Το μεγαλύτερο μέρος της Τρανσκαυκασίας βρισκόταν υπό τη διακυβέρνηση των Khazar πριν από την άφιξη των Αράβων. Οι Αλβανοί βασιλιάδες διατήρησαν τη βασιλεία τους/ τον τίτλο τους αποτίνοντας φόρο τιμής στις τοπικές δυνάμεις.
Σύμφωνα με τον Peter Golden, «η σταθερή πίεση από Τούρκους νομάδες ήταν τυπική για την εποχή των Khazar, παρόλο που δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές σε μόνιμες εγκαταστάσεις (αυτών)» ενώ ο Vladimir Minorsky επισήμανε ότι κατά τους Ισλαμικούς χρόνους, «η πόλη της Καμπάλα (Qabala) που εκτεινόταν μεταξύ του Sharvan και του Shakki ήταν ένας τόπος που πιθανόν οι Khazars είχαν εγκατασταθεί».

Η επίδραση της Αρμενικής πολιτικής, κουλτούρας και πολιτισμού

Η Αρμένικη πολιτική, κουλτούρα και πολιτισμός έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο σε ολόκληρη την ιστορία της Καυκάσιας Αλβανίας (Aghvank στα αρμένικα).
Αυτό, κατά ένα λόγο, οφείλεται στο γεγονός ότι μετά από το διαχωρισμό του Βασιλείου της Αρμενίας από την Περσία και το Βυζάντιο, το 387 μ.Χ., οι Αρμένικες επαρχίες του Artsakh και Utik είχαν χωριστεί από την Αρμενική κυριότητα και συμπεριλαμβάνονταν από τους Πέρσες (περσικό κράτος) σε μία και μοναδική επαρχία (marzpanate), η οποία έφερε το όνομα Aghvank (Arran).
Αυτή η νέα ενότητα συμπεριλάμβανε: την αρχική Καυκάσια Αλβανία, η οποία βρισκόταν μεταξύ του ποταμού Kura και του Μεγάλου Καυκάσου, φυλές οι οποίες ζούσαν κατά μήκος της ακτής της Κασπίας, όπως επίσης, και Artsakh αλλά και Utik, δύο περιοχές που είχαν πρόσφατα ξεκόψει/απομονωθεί από την Αρμενία.

Mesrop Mashtots από τον Francesco Maggiotto (1750-1805).

Ο Mesrop Mashtots, ένας Αρμένιος μεσαιωνικός ευαγγελιστής και διαφωτιστής, ανακάλυψε το Gargarean («Καυκάσιο Αλβανικό») αλφάβητο κατά τον 5ο αιώνα, αμέσως αφού δημιούργησε την Αρμένικη γραφή.
Ο Αρμενικός μεσαιωνικός άτλας Ashkharatsuits (Աշխարացույց), ο οποίος καταρτίστηκε τον 7ο αιώνα από τον Anania Shirakatsi (Անանիա Շիրակացի), αλλά ορισμένες φορές αποδίδεται στον Movses Khorenatsi, επίσης, κατηγοριοποιεί τις επαρχίες Artsakh και Utik, ως επαρχίες της Αρμενίες παρά την υποτιθέμενη αποκοπή τους από το Αρμενικό Βασίλειο και την πολιτική τους σχέση με την Καυκάσια Αλβανία και την Περσία στους χρόνους εκείνους που πραγματοποιήθηκε ο σχεδιασμός/συγγραφή του άτλαντα.
Shirakatsi εξηγεί συγκεκριμένα ότι το Artsakh και το Utik είναι «τώρα αποκομμένα/διαχωρισμένα» από την Αρμενία και περιλαμβάνονται στο “Aghvank,” και μεριμνά να διακρίνει αυτή τη νέα οντότητα από την παλαιά “Aghvank με τον αυστηρό της προσδιορισμό” (Բուն Աղվանք), η οποία βρισκόταν βόρεια του ποταμού Kura. Επειδή ακριβώς ήταν πιο ομογενοποιημένο και πιο αναπτυγμένο από τις παραδοσιακές φυλές στα βόρεια του ποταμού Kura, το Αρμενικό στοιχείο υπερίσχυσε στην πολιτική ζωή της Καυκάσιας Αλβανίας και, σταδιακά, έγινε ικανό να επιβάλλει τη γλώσσα και τον πολιτισμό του.
Ο Αρμενικός πληθυσμός των Artsakh και Utik παρέμεινε στην περιοχή όπως έγινε με το σύνολο της πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και στρατιωτικής δομής των επαρχιών. Κατά τον 5ο αιώνα, ο πιο γνωστός ιστορικός της Αρμενίας, Movses Khorenatsi (Մովսես Խորենացի), καταθέτει ότι ο πληθυσμός του Artsakh και του Utik μιλούσε Αρμένικα, με τον ποταμό Kura, στις λέξεις του, να μαρκάρει τα «σύνορα της αρμενικής γλώσσας» (… զեզերս հայկական խօսիցս).[89][90][91] παρότι αυτό δε σημαίνει ότι ο πληθυσμός του αποτελούνταν αποκλειστικά από εθνικούς Αρμένιους.
Τα λίγα που είναι γνωστά για την Καυκάσια Αλβανία μετά το 387 μ.Χ. προέρχονται από το κείμενο «Ιστορία της Γης του Aghvank” (Պատմություն Աղվանից Աշխարհի), αφιερωμένο σε δύο αρμένιους συγγραφείς: Movses Kaghankatvatsi και  Movses Daskhurantsi.[93] Αυτό το κείμενο, γραμμένο σε παλαιά Αρμένικα, στην  ουσία του αντιπροσωπεύει την ιστορία των επαρχιών Artsakh και Utik της Αρμενίας. Ο Kaghankatvatsi, επαναλαμβάνει ο Movses Khorenatsi, αναφέρει ότι το ίδιο το όνομα “Aghvank”/“Αλβανία” είναι αρμενικής προέλευσης, και συσχετίζεται με την αρμένικη λέξη “aghu” (աղու, που σημαίνει  “ευγενικός,” “φιλάνθρωπος”.[94]
Ο Khorenatsi υποστηρίζει ότι το “aghu” ήταν ένα παρατσούκλι που είχε δοθεί στον Πρίγκιπα Arran, τον οποίο ο Αρμένιος Βασιλιάς Vagharshak I είχε προσλάβει ως κυβερνήτη των βόρειοανατολικών επαρχιών που συνόρευαν με την Αρμενία.
Σύμφωνα με μια μυθική παράδοση που αναφέρεται από τον Khorenatsi, ο Arran υπήρξε απόγονος του Sisak, προγόνου των Σιουνιδών (?) (Siunids) της Αρμενικής επαρχίας του Syunik, και, άρα, ένας μακρινός εγγονός του ομώνυμου προγόνου των Αρμενίων, του Προγονικού πατέρα (Forefather) Hayk. Ο Kaghankatvatsi και ένας άλλος Αρμένιος συγγραφέας, ο Kirakos Gandzaketsi, επιβεβαιώνουν την προέλευση/καταγωγή του Arran από αίμα τoυ Hayk (δηλ. το συγγενικό τους δεσμό) ονομάζοντας/αποκαλώντας τους Arranshahiks «μία δυναστεία των Hayk» (“a Haykazian dynasty).”[96]
Το Μοναστήρι Amaras στο Ναγκόρνο Καραμπάκ, ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από τον Άγιο Γρηγόριο το Διαφωτιστή. Κατά τον 5ο αιώνα, ο Mesrob Mashtots, εφευρέτης του Αρμενικού αλφάβητου, ίδρυσε στο Amaras το πρώτο σχολείο που θα χρησιμοποιούσε τη γραφή του. Στην «Ιστορία» του Movses Kaghankatvatsi και στο ιστορικό κείμενο του Αρμένιου μεσαιωνικού συγγραφέα Αγαθάγγελου (Agathangelos), το φεουδαρχικού συστήματος Βασίλειο Aghvank , συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής του ερμηνείας, ήταν Αρμένικο. Όπως και στην Αρμενία, οι ευγενείς του Aghvank αναφέρονται με τους τίτλους nakharars (նախարար), azats (ազատ), hazarapets (հազարապետ), marzpets (մարզպետ), shinakans (շինական), κλπ.[86][93]
Οι πριγκιπικές οικογένειες, οι οποίες αργότερα αναφέρονταν στην «Ιστορία» του Movses Kaghankatvatsi, συμπεριλαμβάνονταν σε έναν Πίνακα των Τάξεων, γνωστό με το όνομα “Gahnamak” (ακριβής μετάφραση: «Λίστα των Θρόνων», αρμ. Գահնամակ) του Βασιλείου της Αρμενίας, ο οποίος και καθόριζε την Αρμενική αριστοκρατική ιεραρχία. Οι πριγκιπικές οικογένειες της Καυκάσιας Αλβανίας επίσης, περιλαμβάνονταν στον Πίνακα των Στρατών, που έφερε το όνομα “Zoranamak” (αρμ. Զորանամակ) του Βασιλείου της Αρμενίας, ο οποίος και καθόριζε τις στρατιωτικές υποχρεώσεις των σημαντικότερων αριστοκρατικών οικογενειών πριν από τον Αρμένιο Βασιλιά σε καιρούς πολέμου.
Όπως στην Αρμενία, ο «Αλβανικός» κλήρος χρησιμοποιούσε αποκλειστικά αρμενικούς εκκλησιαστικούς όρους για την εκκλησιαστική ιεραρχία (katholikos/կաթողիկոս, vardapet/վարդապետ, sargavag/սարգավագ, etc.)[86][101]
Αναγνωρίσιμοι αρμενικά τοπωνύμια, τα περισσότερα από αυτά  αν όχι και όλα, βρέθηκαν στην «Ιστορία». Όχι μόνο είναι τα ονόματα των περισσότερων πόλεων, χωριών, βουνών και ποταμών αποκλειστικά/κατά τρόπο μοναδικό μορφολογικά αρμενικά, αλλά και ακριβώς τα ίδια τοπωνύμια βρίσκονταν και ακόμα βρίσκονται σε διάφορα σημεία της ιστορικής Αρμενίας.
Αυτά περιλαμβάνουν τη ρίζα -kept («πόλη») για πόλεις  (αρμ. կերտ, όπως για παράδειγμα Dastakert, Hnarakert – συγκρινόμενα με Tigranakert ή τη σημερινή Stapanakert στο Ναγκόρνο Καραμπάκ) και τη ρίζα –kan («χωριό») για χωριά (αρμ. շեն, και  կան, όπως για παράδειγμα Karashen or Dyutakan), κλπ.
Τα πρώτα ονόματα των περισσότερων κυβερνητών/βασιλέων, ποπολάρων και κληρικών στην «Ιστορία» του Movses Kaghankatvatsi είναι καθαρά αρμενικά. Πολλά από αυτά τα ονόματα επέζησαν αιώνες και είναι ακόμα χρησιμοποιούμενα μόνο από τους σημερινούς Αρμένιους.
Αυτά συμπεριλαμβάνουν ονόματα όπως: Vachagan (Վախագան), Vache (Վաչե), Bakur (Բակուր), Taguhi (Թագուհի), Vrtanes (Վրթաննես), Viro (Վիրո), Varaz-Trdat (Վարազ-Տրդաթ), Marut (Մարութ), κλπ. Κάποια από τα ονόματα αυτά μπορούν να μεταφραστούν από τα αρμενικά ως κοινές λέξεις: για παράδειγμα Taguhi σημαίνει «βασίλισσα» και Varaz  σημαίνει «άγριος κάπρος». Στην πραγματικότητα, οι Αρμένιοι μέχρι και στις μέρες μας χρησιμοποιούν το βαφτιστικό/μικρό όνομα Aghvan (Աղվան) το οποίο και απευθείας αναφέρεται στο Βασίλειο του Aghvank.[105]
Μετά τη διχοτόμηση, η πρωτεύουσα της Καυκάσιας Αλβανίας μεταφέρθηκε από τη χώρα/τα διαμερίσματα στην ανατολική όχθη του ποταμού Kura (αναφερόμενη από τους Αρμένιους ως “Aghvank Proper,” αρμ. Բուն Աղվանք) στο Παρτάβ (Partav), το οποίο βρισκόταν στην πρώην Αρμενική επαρχία του Utik. Η μεταφορά αυτή ακολουθήθηκε από τη μεταφορά της Έδρας του θρησκευτικού ηγέτη του Βασιλείου  της Αλβανίας (Katholicos) από περιοχές νότια του Kura στο Παρτάβ.
Το Βασίλειο της Αλβανίας ασπάστηκε το Χριστιανισμό στις αρχές του 4ου αιώνα κυρίως από τον Αρμένιο ευαγγελιστή Αγ. Γρηγόριο τον Διαφωτιστή (αρμ. Սբ. Գրիգոր Լուսավորիչ), ο οποίος βάφτισε την Αρμενία ως το πρώτο χριστιανικό κρατίδιο το 301 μ.Χ. Γύρω στο 330 μ.Χ. ο εγγονός του Αγ. Γρηγορίου, St. Grigoris, οικουμενικός πατριάρχης των ανατολικών επαρχιών της Αρμενίας, ορκίστηκε επίσκοπος στο Βασίλειο του Aghvank.
Το Μαυσωλείο που φυλάσσονται τα οστά του Grigori, στο Μοναστήρι του Amaras, θεωρείται ως το αρχαιότερο σε ιστορία μνημείο στο Ναγκόρνο Καραμπάκ. Το Μοναστήρι ξεκίνησε να ανεγείρεται από τον Αγ. Γρηγόριο το Διαφωτιστή και ολοκληρώθηκε από τον ίδιο τον εγγονό του St. Grigoris.
Σύμφωνα με την παράδοση, το Μοναστήρι του Amaras φιλοξένησε το πρώτο Αρμένικο σχολείο στην ιστορική Αρμενία, το οποίο άνοιξε στις αρχές του 5ου αιώνα από τον εφευρέτη του αρμενικού αλφάβητου St. Mesrob Mashtots. Ο St. Mesrob Mashtots ήταν ιδιαιτέρως δραστήριος στη διδασκαλία των Gospel στο Artsakh και στο Utik. Η «Ιστορία» του Movses Kaghankatvatsi αφιερώνει τέσσερα ξεχωριστά κεφάλαια στην αποστολή του St. Mashtot, αναφερόμενη σε αυτόν ως «διαφωτιστή» και «άγιο» (κεφάλαια 27,28 και 29 του Πρώτου Βιβλίου, και κεφάλαιο 3 του Δεύτερου Βιβλίου).
Συνολικά, ο St. Mesrob έκανε τρία ταξίδια στο Βασίλειο της Αλβανίας όπου περιηγήθηκε όχι μόνο στα αρμενικά εδάφη του Artsakh και του Utik αλλά, επίσης, και σε περιοχές βόρεια του Ποταμού Kura. Η «Ιστορία» του Movses Kaghankatvatsi περιγράφει την αρμενική επίδραση στην Εκκλησία του Aghvank, της οποίας η δικαιοδοσία εκτεινόταν από το Artsakh και το Utik σε περιοχές στα βόρεια του Ποταμού Kura, στις περιοχές της «αυθεντικής», «προ-αρμενικής» Καυκάσιας Αλβανίας.
Μία από τις επιπτώσεις αυτού ήταν ότι η αρμενική γλώσσα σταδιακά εκτόπισε την αλβανική ως γλώσσα της εκκλησίας και της πολιτείας (και μόνο εφόσον υπήρξε κάποια μοναδική «αλβανική» γλώσσα εξ΄αρχής, το οποίο είναι και αμφίβολο διότι ο πληθυσμός της Αλβανίας/ Aghvank περιγραφόταν να εμπεριέχει έως και 26 διαφορετικές φυλές).
Παρότι ο Mesrob Mashtots εφοδίασε τον Αλβανό βασιλιά με το αλφάβητο, αμέσως μετά την επινόηση γραφής για τους συντρόφους Αρμένιους το 406 μ.Χ., η κύρια «αλβανική» γλώσσα, η Gargarean, εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω της μόνο ελάχιστα θραύσματα από επιγραφές χρονολογούμενα από τον 6ο και 7ο αιώνα. Σε αντίθεση, η αρμενική γλώσσα άνθισε στο αρμενικό τμήμα του Aghvank.
Ο γλωσσολόγος και γραμματικός του 7ου αιώνα Stephanos Syunetsi δήλωνε στο έργο του ότι οι Αρμένιοι του Artsakh είχαν τη δική τους διάλεκτο, και ενθάρρυνε τους αναγνώστες του να τη μάθουν. Κατά τον 7ο αιώνα επίσης, ο Αρμένιος ποιητής Davtak Kertogh γράφει την Ελεγεία του για το Θάνατο του Μεγάλου Πρίγκιπα Juansher, όπου κάθε παράγραφος αρχίζει με ένα γράμμα της αρμενικής γραφής σε αλφαβητική σειρά.

Εκχριστιανισμός
Κυρίως πηγή: H Εκκλησία της Καυκάσιας Αλβανίας

Η πολυθεϊστική περιοχή της Αλβανίας εστιαζόταν γύρω από τη θρησκεία τριών θεοτήτων, που ορίζονταν από την Interpratatio Romana (Ρωμαιϊκή μετάφραση/ονομασία) ως Ήλιος, Δίας και Σελήνη (Sol, Zeus and Luna).
Ο Χριστιανισμός ξεκίνησε να εισβάλλει στην Καυκάσια Αλβανία σε μία πρώιμη εποχή, σύμφωνα με τον Movses Kaghankatvatsi, περίπου την εποχή του 1ου αιώνα. Η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην περιοχή χτίστηκε από τον Άγιο Ελισσαίο (St. Eliseus), έναν μαθητή του Θαδδαίου της Έδεσσας, σε ένα μέρος ονομαζόμενο Gis.
Σύντομα αφότου η Αρμενία υιοθέτησε το Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία του κράτους της (301 μ.Χ.), ο Καυκάσιος Αλβανός βασιλιάς Urnayr πήγε στο Παρατηρητήριο της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας για να λάβει βάπτισμα από τον Άγιο Γρηγόριο τον Φωτιστή, τον πρώτο Πατριάρχη της Αρμενίας. Ο βασιλιάς Vachagan III βοήθησε να εμφυτευτεί ο Χριστιανισμός στην Καυκάσια Αλβανία, μέσω μιας Συνόδου η οποία παραχωρούσε στην Εκκλησία συγκεκριμένα νομικά δικαιώματα σε ορισμένα εσωτερικά ζητήματα.
Το 498 μ.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 488 μ.Χ.) σε μια συμφωνία επονομαζόμενη  Aluen (Aghuen) (σημερινή περιοχή Agdam στο Αζερμπαϊτζάν), ένα συμβούλιο της αλβανικής εκκλησίας συγκλήθηκε για να υιοθετήσει νόμους οι οποίοι θα ενδυνάμωναν περεταίρω τη θέση του Χριστιανισμού στην Αλβανία. Οι Αλβανοί κληρικοί πήραν μέρος σε ιεραποστολικές προσπάθειες στον Καύκασο και στην περιοχή του Πόντου.
Το 682, το καθολικό Ισραήλ, οδήγησε μια μη επιτυχημένη αντιπροσωπεία για να μετατρέψει τον Alp Iluetuer, τον κυβερνήτη των Ούννων του Β. Καυκάσου, σε Χριστιανό /να τον προσηλυτίσει στο Χριστιανισμό. Η Αλβανική Εκκλησία διατήρησε έναν αριθμό από μοναστήρια στους Αγιους Τόπους. Κατά τον 7ο αιώνα,     ο Varaz-Grigor, κυβερνήτης της Αλβανίας, και το «έθνος» του, εκχριστιανίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειτο στο Gadman.
Μετά την ανατροπή των Nerses το 705, η Καυκάσια Αλβανική ελίτ αποφάσισε να επανιδρύσει/επανακινήσει την παράδοση της καθολικής τους χειροτονίας μέσω του Πατριάρχη της Αρμενίας, όπως και ίσχυε πριν το 590. Αυτό το γεγονός σε γενικές γραμμές θεωρείται ως η κατάργηση της Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας, και η υποτίμηση του θρησκευτικού της κύρους μπροστά σε αυτό των Καθολικών εντός του σώματος της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.

Ισλαμική εποχή
Περισσότερες πληροφορίες: Shirvan
Περισσότερες πληροφορίες: Arran (Καύκασος)

Η Σασσανιδική Αλβανία υπέκυψε στην Ισλαμική κατάκτηση της Περσίας στα μέσα του 7ου αιώνα και ενσωματώθηκε στο χαλιφάτο Rashidun (Rashidun Caliphate). Ο Βασιλιάς Javanshir της Αλβανίας, ο περισσότερο υποσχόμενος βασιλιάς της Δυναστείας των Mihranid, πολέμησε ενάντια στην αραβική εισβολή του Χαλίφη Uthman στα σύνορα του/παράπλευρα του Σασανιδικού Ιράν. Αντιμετωπίζοντας την απειλή της αραβικής εισβολής στα νότια και την επίθεση των Khazar στα βόρεια, ο Javanshir αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του χαλίφη. Οι Άραβες στη συνέχεια επανένωσαν την περιοχή με την Αρμενία υπό τη διοίκηση ενός κυβερνήτη.
Έως τον 8ο αιώνα, η «Αλβανία» είχε μειωθεί/υποβιβαστεί σε μία αυστηρά/περιορισμένα γεωγραφική και ονομαστική εκκλησιαστική συνεκδοχή/έννοια και με τη σημασία αυτή αναφερόταν από όλους τους μεσαιωνικούς Αρμένιους ιστορικούς.
Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής κυβερνούνταν από τη Δυναστεία Sajid του Αζερμπαϊτζάν από το 890 έως το 929. Η περιοχή υπήρξε κατά καιρούς τμήμα της αρμενικής επαρχίας Abbasid σύμφωνα με νομισματικές και ιστορικές μαρτυρίες.
Οι πρώτες μουσουλμανικές κυβερνητικές δυναστείες της εποχής συμπεριλάμβαναν τα εμιράτα Rawadids, Sajids, Salarids, Shaddadids, Shirvanshahs, και τα Sheki και Tiflis. Οι κύριες πόλεις του Arran στους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους ήταν οι Barda (Partav/Παρτάβ) και  Ganja. Το Παρτάβ έφερε προεξέχουσα θέση κατά το 10ο αιώνα, και χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει ένα νομισματοκοπείο.
Το Παρτάβ λεηλατήθηκε από τους Rus και Norse αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα ως αποτέλεσμα των εκστρατειών/αποστολών των Rus στην Κασπία. Το Παρτάβ ποτέ δεν αναβίωσε/ανέκαμψε μετά από αυτές τις επιδρομές και αντικαταστάθηκε ως πρωτεύουσα από το Baylaqan, το οποίο με τη σειρά του λεηλατήθηκε από τους Μογγόλους το 1221.
Μετά από αυτό η Ganja απέκτησε προεξέχοντα ρόλο και έγινε η κεντρική πόλη στην περιοχή. Η πρωτεύουσα της Δυναστείας των Shaddadid, η Ganja, θεωρούνταν ως «η μητέρα πόλη/μητρόπολη του Arran» κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους. Η περιοχή του Arran έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας Seljuk ακολουθούμενη από το κρατίδιο Ildegizid.
Για σύντομο διάστημα ανήκε στη Δυναστεία Khwarizmid και στη συνέχεια λεηλατήθηκε από τη Μογγολική αυτοκρατορία των Hulagu, τον 13ο αιώνα. Αργότερα, έγινε τμήμα των κρατιδίων Chobanid, Jalayirid, Timurid, και  Safavid.

Η Καυκάσια Αλβανία στην Ιστοριογραφία του Αζερμπαϊτζάν

Η ιστορία της Καυκάσιας Αλβανίας έχει γίνει μέγα θέμα στις ρεβιζιονιστικές θεωρίες του Αζερμπαϊτζάν, οι οποίες και υπέστησαν κριτική από Δυτικούς και Ρωσικούς ακαδημαϊκούς και αναλυτικούς κύκλους, και συχνά χαρακτηρίστηκαν ως «αλλόκοτες» και «ανώφελες».
Στο άρθρο του «Ο Αλβανικός Μύθος», ο Ρώσος ιστορικός και ανθρωπολόγος Victor Schnirelmann δήλωνε ότι οι ακαδημαϊκοί του Αζερμπαϊτζάν έχουν «μετονομάσει επιφανείς μεσαιωνικούς Αρμένιους πολιτικούς ηγέτες, ιστορικούς και συγγραφείς, που έζησαν στο Καραμπάκ και στην Αρμενία σε «Αλβανούς».
Ο Victor Schnirelmann υποστηρίζει ότι αυτές οι προσπάθειες πρωτοξεκίνησαν τη δεκαετία του 1950 και στόχο είχαν να «ξηλώσουν» τον πληθυσμό του πρώιμου μεσαιωνικού Καραμπάκ από την αρμενική κληρονομιά τους» και να «καθαρίσουν το Αζερμπαϊτζάν από την αρμενική του ιστορία».
Στη δεκαετία του 1970, το Αζερμπαϊτζάν έκανε μία μετάβαση από το να αγνοεί, να υποβιβάζει ή να επικαλύπτει την αρμενική ιστορική κληρονομιά στο Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν στο να την αποδίδει με δόλο/λανθασμένα και να την κακοχαρακτηρίζει ως δείγμα της κουλτούρας των Αζερμπαϊτζανών δηλώνοντας αυθαίρετα τους «Καυκάσιους Αλβανούς» ως προγόνους των σύγχρονων κατοίκων του Αζερμπαϊτζάν.
Αναφορικά με αυτό ο Thomas de Waal, ένας υπότροφος/μελετητής στο Carnegie Endowment (Ίδρυμα/Οργανισμός Cargenie) για τη Διεθνή Ειρήνη, γράφει για το πολιτικό περιεχόμενο του ιστορικού ρεβιζιονισμού  των Αζερμπαϊτζανών: « Αυτό το μάλλον αλλόκοτο επιχείρημα φέρει το ισχυρό πολιτικό υποφαινόμενο (μήνυμα) ότι το Ναγκόρνο Καραμπάκ στην πραγματικότητα ήταν στην Καυκάσια Αλβανία και ότι οι Αρμένιοι δεν έπρεπε να το διεκδικούν».
Μία ρεβεζιονιστική μέθοδος-κλειδί που χρησιμοποιούνταν από τους φιλόλογους/μελετητές του Αζερμπαϊτζάν όπως αναφέρεται από τον Victor Schnirelmann και άλλους ήταν «να επανεκδίδουν αρχαίες και μεσαιωνικές πηγές, στις οποίες ο όρος «αρμενικό κράτος/κρατίδιο» (Armenian state) αφαιρούνταν συστηματικά και αντικαθίστατο από τον όρο «Αλβανικό κράτος/κρατίδιο».
Ο Αμερικανός συγγραφέας George Bournoutian δίνει παραδείγματα του πώς αυτό γινόταν από τον/την Ziya Bunyadov, αντιπρόεδρο της Ακαδημίας Επιστημών του Αζερμπαϊτζάν, που κέρδισε/απέκτησε το παρατσούκλι του «πρώτιστου Αζερμπαϊτζανού Αρμενοφοβικού».

Σύμφωνα με τον Thomas de Waal:

«Τα ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια του Buniatov ήταν αμφίβολα. Αποκαλύφθηκε αργότερα ότι δύο άρθρα που εκδόθηκαν το 1960 και 1965 για την Καυκάσια Αλβανία αποτελούσαν καθαρή λογοκλοπή. Με την υπογραφή του δικού του ονόματος, είχε απλούστατα εκδώσει μεταφράσεις δύο άρθρων, τα οποία υπήρξαν αρχικά γραμμένα στα αγγλικά από τους Δυτικούς ακαδημαϊκούς/μελετητές C.F.J. Dowsett και Robert Hewsen».
Ο Robert Hewsen, ένας ιστορικός από το Κολλέγιο Rowan και άλλες αναγνωρισμένες αυθεντίες στον τομέα αυτό, έγραψε στον τόμο του Αρμενία: Έναν Ιστορικό Άτλαντα, που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο: Οι μελετητές θα πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση όταν χρησιμοποιούν Σοβιετικές και μετά-Σοβιετικές εκδόσεις των Αζέρων, Περσών ακόμα και των Ρώσων αλλά και πηγών της Δυτικής Ευρώπης που τυπώθηκαν στο Παρτάβ.
Αυτές έχουν εκδοθεί για να εξαλείψουν τις αναφορές στους Αρμένιους και έχουν διανεμηθεί σε μεγάλες ποσότητες τα τελευταία χρόνια. Όταν εξετάζουμε τέτοιες πηγές, οι ερευνητές θα πρέπει να ψάχνουμε για προ-Σοβιετικές εκδόσεις όπου είναι δυνατόν. Robert Hewsen. “Armenia: A Historical Atlas. Chicago: University of Chicago Press, 2001, p. 291
Σύμφωνα με τον Thomas de Waal, μία μαθήτρια του Ziya Bunyadov, η Farida Mammadova, έχει «πάρει την Αλβανική θεωρία και τη χρησιμοποιεί για να πιέσει τους Αρμένιους συνολικά έξω από τον Καύκασο. Αυτή είχε τοποθετήσει την Καυκάσια Αλβανία στην περιοχή που σήμερα είναι η Δημοκρατία της Αρμενίας. Όλες εκείνες οι εκτάσεις γης, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια στη Δημοκρατία της Αρμενίας – όλα παρουσιάζονται να είναι Αλβανικά».
Καμία ιερή Αρμενική πραγματικότητα/ιερό αρμενικό γεγονός δεν έχει αφεθεί ανέγγιχτο/αναλλοίωτο. Ο Thomas de Waal περιγράφει τη Mammadova ως μία εξέλιξη όλων εκείνων που «μέσα στο Αζερμπαϊτζάν έχουν μετατραπεί σε ένα πολύ αμβλύ όργανο (παραποίησης της αλήθειας)». Τόσο ο Ziya Bunyadov όσο και η Farida Mammadova είναι γνωστοί για τις αντι-αρμενικές δημόσιες δηλώσεις τους και τα αντίστοιχα φυλλάδια (που διανείμουν).
Ο ιστορικός ρεβεζιονισμός στο Αζερμπαϊτζάν υποστήριξε έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του πολιτιστικού βανδαλισμού ο οποίος εκδηλώθηκε κατά των αρμενικών μνημείων στο Σοβιετικό και μετά-Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν. Οι Αρμενικοί αναμνηστικοί πέτρινοι σταυροί, γνωστοί ως «khackkars” στην περιοχή του Αζερμπαϊτζάν συχνά παρουσιάστηκαν διαστρεβλωμένα ως «Καυκάσιοι Αλβανικοί» τόσο πριν όσο και μετά από την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν. Ακόμα περισσότερο, ο λανθασμένος/ψευδής χαρακτηρισμός των Αρμενικών khackkars ως υποτιθέμενα μη-αρμενικά μνημεία της Καυκάσιας Αλβανίας συσχετίστηκε/συνδυάστηκε με πράξεις πολιτιστικού βανδαλισμού εναντίον σημαντικών αρμενικών ιστορικών μνημείων στο Nakhichevan.
Τα γεγονότα στο  Nakhichevan αναφέρονται στη συστηματική εκστρατεία από την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν να κατεδαφίσει εντελώς το μεγάλο νεκροταφείο με χιλιάδες αρμενικά khachkars (πέτρινους σταυρούς) κοντά στην πόλη Julfa (επίσης γνωστή με το όνομα Jugha στα αρμενικά), του Nakhchivan. Οι ισχυρισμοί των Αρμενίων ότι το Αζερμπαϊτζάν είχε αναλάβει μία συστηματική εκστρατεία ώστε να καταστρέψει και να μετακινήσει τα μνημεία (αυτά) αρχικά ξεκίνησαν στα τέλη του 1998 και οι κατηγορίες αυτές επανεμφανίστηκαν/ανανεώθηκαν κατά τα έτη 2002 και 2005 αντίστοιχα.
Σε αντίδραση προς τις κατηγορίες που ήρθαν στο προσκήνιο από την Αρμενία και διεθνείς οργανισμούς, το Αζερμπαϊτζάν υποστήριξε, λανθασμένα, ότι οι Αρμένιοι δεν είχαν ποτέ υπάρξει σε εκείνες τις περιοχές. Το Δεκέμβριο του 2005, ένας επίσημος Αζερμπαϊτζανός δήλωσε στο BBC σε συνέντευξη ότι οι Αρμένιοι «δεν έζησαν ποτέ στο Nakhchivan, το οποίο ανήκε ανέκαθεν στο Αζερμπαϊτζάν και ότι αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχουν Αρμενικά νεκροταφεία και μνημεία/απομεινάρια ούτε και ποτέ υπήρξαν κάποια εκεί».
Ο Adam T. Smith, ένας ανθρωπολόγος και καθηγητής ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, ονόμασε τη μετακίνηση/μετατόπιση των khachars (πέτρινων αναμνηστικών σταυρών των Αρμενίων) ως ένα «ντροπιαστικό επεισόδιο στη σχέση της ανθρωπότητας με το παρελθόν της, μια αξιοθρήνητη/ελεεινή πράξη εκ μέρους της κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν που απαιτεί τόσο εξηγήσεις όσο και αποκατάσταση». Ο Smith και άλλοι μελετητές, όπως επίσης και αρκετοί Γερουσιαστές των Ηνωμένων Πολιτειών, υπέγραψαν μία επιστολή προς την UNESCO και άλλους οργανισμούς καταδικάζοντας σε αυτήν την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν.
Το Αζερμπαϊτζάν αντίθετα, ισχυρίζεται ότι τα μνημεία δεν ήταν αρμενικά, αλλά της Καυκάσιας Αλβανίας, ως προς την καταγωγή, το οποίο, κατά τον Thomas De Waal, δεν προφύλαξε «το νεκροταφείο από τις πράξεις (βανδαλισμού) κατά τη διάρκεια των ιστορικών πολέμων».
Η αρμενική πολιτιστική κληρονομιά στις περιοχές που περιστασιακά συσχετίστηκαν με την Καυκάσια Αλβανία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, επίσης υπήρξαν στόχοι των Εθνικιστών του Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάκ. Ο Robert Bevan γράφει: «η εκστρατεία των Αζεριων εναντίον της αρμενικής θύλακας του Ναγκόρνο Καραμπάκ, η οποία ξεκίνησε το 1988 συνοδεύτηκε από πολιτιστικό εκκαθαρισμό ο οποίος κατέστρεψε το μοναστήρι του Egheazar και 21 άλλες εκκλησίες.
Η κουλτούρα βανδαλισμού που αναπτύχθηκε στο Αζερμπαϊτζάν εναντίον των Αρμενίων διείσδυσε μέσα από τη χρήση ρεβιζιονιστικών θεωριών για την Καυκάσια Αλβανία και επίσης καταγράφηκε στο βόρειο Αζερμπαϊτζάν όπου Νορβηγοί αρχαιολόγοι ασχολήθηκαν με την αναστήλωση μιας Αρμενικής-Γεωργιανής εκκλησίας στο χωριό Kish κοντά στην πόλη Shaki. Οι Αζερμπαϊτζανοί είχαν σβήσει τις αρμενικές επιγραφές στους τοίχους της εκκλησίας, το οποίο και οδήγησε σε μία επίσημη επίπληξη από το Υπουργείο Εξωτερικών της Νορβηγίας.
Η αρμένικη κληρονομιά υπήρξε ο κύριος αλλά όχι ο μοναδικός στόχος επιθέσεων των Αζερμπαϊτζανών ιστορικών και πολιτικών. Οι ρεβιζιονιστικές θεωρίες για την Καυκάσια Αλβανία χρησιμοποιήθηκαν από εκπροσώπους τύπου του Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης αντιπαλότητας μεταξύ Αζερμπαϊτζάν – Γεωργίας γύρω από το καθεστώς ιδιοκτησίας των περιοχών του μοναστηριακού συγκροτήματος David Gareja, ενός γεωργιανού πνευματικού και ιστορικού μνημείου, το οποίο από τη μία πλευρά του εκτείνεται στην περιοχή της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.
Το David Gareja αποτελεί ένα λαξευμένο σε βράχο Ορθόδοξο μοναστηριακό συγκρότημα στην περιοχή Kakheti της Ανατολικής Γεωργίας, στις μισο-ερημικές πλαγιές του Όρους Gareja, κάπου 60-70 χλμ.  νότια της Γεωργιανής πρωτεύουσας Tbilisi. Ο Giorgi Manjgaladze, επίσημος Υπουργός Εξωτερικών της Γεωργίας πρότεινε ότι η Γεωργία θα ήταν πρόθυμη να ανταλλάξει άλλη περιοχή προκειμένου να κρατήσει ό,τι έχει απομείνει από το μοναστήρι του David Gareja λόγω της ιστορικής και πολιτιστικής του σημασίας για τους Γεωργιανούς.
Το Baku απορρίπτει αυτή την πρόταση ανταλλαγής γης, ενώ τον Απρίλιο του 2007, ο επίσημος Υπουργός Εξωτερικών του Αζερμπαϊτζάν, Khalaf Khalafov, δήλωσε σε μία συνέντευξη τύπου στο Baku ότι το Αζερμπαϊτζάν «δεν συζητούσε καν» να «εγκαταλείψει τις απαιτήσεις του όσον αφορά στη συνοριακή γη» συμπεριλαμβανομένου και του David Gareja.
Ο Khalafov κατόπιν δήλωσε ότι το μοναστήρι «ήταν το σπίτι/υπήρξε η πατρίδα για τους Καυκάσιους Αλβανούς, οι οποίοι και πιστεύονται να ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Αζερμπαϊτζάν».

Ο Γεωργιανός ιστορικός τέχνης Dimitri Tumanishvili απέρριψε αυτό τον ισχυρισμό και δήλωσε  ότι το συγκρότημα «παρουσιάζεται/αποκαλύπτεται/κοσμεί το έργο των Γεωργιανών μεγάλων της τέχνης». «Υπάρχουν Γεωργιανές επιγραφές παντού που οδηγούν πίσω στον 6ο αιώνα» δήλωσε ο ιστορικός, ενώ, «Δεν υπάρχουν ίχνη άλλου πολιτισμού εκεί. Μετά από αυτό, δε νομίζω ότι χρειάζεστε καμία άλλη απόδειξη». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.